μεγαλοπρεπεστέρα

μεγαλοπρεπεστέρα
μεγαλοπρεπεστέρᾱ , μεγαλοπρεπής
befitting a great man
fem nom/voc/acc comp dual
μεγαλοπρεπεστέρᾱ , μεγαλοπρεπής
befitting a great man
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοπρεπέστερα — μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπεστέρας — μεγαλοπρεπεστέρᾱς , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem acc comp pl μεγαλοπρεπεστέρᾱς , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπεστέραν — μεγαλοπρεπεστέρᾱν , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βρετανικό Μουσείο — (British Museum). Μουσείο του Λονδίνου, στην Αγγλία. Είναι ένα από τα περιφημότερα και μεγαλοπρεπέστερα μουσειακά συγκροτήματα του κόσμου, όχι μόνο για την ποικιλία των συλλογών του αλλά και για την έκταση και την αξία τους. Ιδρύθηκε με απόφαση… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Βουκολέων — Ένα από τα βασιλικά οικοδομήματα του Βυζαντίου που είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ (408 450) και πήρε αυτή την ονομασία από το μαρμάρινο σύμπλεγμα που στόλιζε την κύρια πύλη του και παρίστανε ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ένα βόδι. Το …   Dictionary of Greek

  • επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …   Dictionary of Greek

  • Ηράκλεια — I Γιορτή που τελούσαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας προς τιμήν του Ηρακλή. Στην Αττική, γνωστά ήταν τα Η. του Μαραθώνα και του Κυνοσάργους. Τα πρώτα γίνονταν κάθε πέντε χρόνια και το βραβείο ήταν μία ασημένια φιάλη. Σημαντικότερα όμως ήταν τα Η. της… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 26 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Τα Κ. βρίσκονται κοντά στην ακτή της Βοιωτίας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ανθηδώνος. II Γιορτές προς τιμήν του θεού Κρόνου, που διεξάγονταν σε διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα.… …   Dictionary of Greek

  • Μάρι — (Mari). Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας. Βρίσκεται στον μέσο ρου του Ευφράτη, στη σημερινή τοποθεσία Τελ Χαρίρι της Συρίας. Οι αρχαιολογικές έρευνες ξεκίνησαν το 1933 από μία γαλλική αποστολή κάτω από τη διεύθυνση του Παρό. Ύστερα από ανασκαφές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”